ισόδομος

ισόδομος
-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσό-δομος, υψί-δομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισόδομος, -η — ο αυτός που είναι κτισμένος με ισομεγέθεις λίθους σε αλλεπάλληλες σειρές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισοδομικός — ή, ό ισόδομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόδομος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Τσούντα] …   Dictionary of Greek

  • δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ψευδισόδομος — η, ο / ψευδισόδομος, ον, ΝΑ, και ψευδοϊσόδομος, η, ο, Ν (για τοιχοποιία) χτισμένος με λίθους ίσου μεγέθους, οι οποίοι όμως έχουν τοποθετηθεί σε ακανόνιστες σειρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἰσόδομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”